(Φωτογραφία
από το Αρχείο της Μαρίας Μπιμπή, 30-4-2016)
ΤΟ
«ΜΕΤΟΧΙ»
(Ωδή
σε ένα βυζαντινό εκκλησάκι του Αραχναίου)
Κι αν φτωχικό και ρημαγμένο δείχνεις σήμερα
στην άκρη ενός παράμερου δρόμου αντίκρυ σ’ ένα
ασήμαντο χωριό,
κι αν τίποτα πια δεν διαλαλεί πως κάποτε υπήρξες καθολικό
κραταιού μοναστηριού
που διαφέντευε τον τόπο και στήριζε τους αγώνες για την
ελευθερία,
κι αν φαίνεται να παρέμεινες ατραγούδιστο από τη
δημοτική μούσα
και ανεόρταστο στα μεγάλα λαϊκά πανηγύρια,
κι αν κάποτε σε καιρούς δύσκολους στάθηκες
μάρτυρας μιας φριχτής πομπής,
ενός αλυσοδεμένου ανθρώπινου κοπαδιού που σύρθηκε
σφάγιο σε επαίσχυντη σφαγή,
κι αν οι άγιοί σου αχνοφαίνονται, ξεθωριασμένοι και τυφλοί,
με μάτια βγαλμένα από ασεβείς λάμες,
κι αν εστεγάστηκαν κάτω απ’ το θλιμμένο βλέμμα του
παντοκράτορά σου
γεννήματα και αρνιά βιοπαλαιστών χωρικών,
κι αν φέρεις στις φτενές σου πλάτες
το βάρος τόσων αιώνων,
στέκεις, ωστόσο, ακόμα ορθό,
περήφανο μες στη σεμνότητά σου και λιοπερίχυτο.
Οι πέτρες σου οι πελεκητές και τ’ αγκωνάρια
αστράφτουν στο λευκό φως του Αραχναίου.
Τα ταπεινά
σου κεραμίδια στις μικρές κεκλιμένες στέγες
σε κάνουν να μοιάζεις πως αναδύθηκες από το χώμα
στο φως,
σαν χωμάτινη οπτασία πάνω από τα χρυσά στάχυα και
τα αγριολούλουδα,
σαν κέντημα γήινο στην ποδιά ενός γήλοφου,
σαν σκουροκόκκινο παιχνίδισμα του νου μεταξύ
ουρανού και γης,
έτσι για να γεφυρώνεις νοερά το παρελθόν με το
τώρα.
Εμείς που δεν πουλήσαμε στους αρχαιοκαπήλους την
ψυχή μας
διδαχθήκαμε ιστορία
σκοντάφτοντας στο ξερολίθι του χορταριασμένου σου αυλόγυρου,
ψηλαφώντας το λιτό σου σώμα,
πασχίζοντας ν’ ανάψουμε ένα λιανό κεράκι σε μια
κόγχη σου απάνεμη.
Κι έτσι ως ξεπροβαίνεις στο έμπα του χωριού
ξαφνιάζοντας ανέλπιστα το μάτι,
σαν καβαλάρης πέτρινος με σπάνιο κεντίδι στο λαβωμένο
σου μέτωπο,
θαρρούμε πάντα πως φύλακας είσαι και σηματωρός
και σάρκα από τη σάρκα μας,
η πιο αναγνωρίσιμη ιερή ψηφίδα
στο ανεξίτηλο ψηφιδωτό του παιδικού μας ορίζοντα,
το απαγορευμένο και το μυστικό σύνορο,
το απώτατο όριο των παιδικών εξερευνήσεων που
εξέθρεψε στρατιές ονείρων,
-μια πληγή πάντα χαίνουσα στο σώμα της παιδικής μας
μνήμης,
που ελέγχει αενάως την ένοχη αδιαφορία μας για την εγκατάλειψη,
μα συνάμα γεννά μιαν υπερκόσμια ηρεμία,
αφού η μοίρα που μάς άδραξε γερά και μας κρατά
δεμένους με τούτο το χώμα
μας δείχνει με τόσην απλότητα από πόσο παλιά
ερχόμαστε....
Μαρία Μπιμπή
(Φωτογραφία από το φωτογραφικό Αρχείο Δημητρίου Χρήστου
Παπαϊωάννου)