Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΑΧΝΑΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΑΧΝΑΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019


ΣΤΟ ΑΡΑΧΝΑΙΟ ΜΕΣΩ ΑΓΓΕΛΟΚΑΣΤΡΟΥ


Η πρόσβαση στο όμορφο Αραχναίο μέσω Σοφικού και Αγγελοκάστρου είναι πολύ εύκολη και η διαδρομή ευχάριστη και ενδιαφέρουσα.
Μετά την Κόρινθο, τα Λουτρά της Ωραίας Ελένης και την Αλμυρή, στρίβει κανείς δεξιά προς το Ρυτό και το Σοφικό, δύο ήσυχα χωριά ανάμεσα σε πευκοσκέπαστες βουνοπλαγιές. Ωραία σπίτια, με αυλές πνιγμένες στα λουλούδια.
Μετά το όμορφο Σοφικό με τα περιποιημένα σπίτια ανηφορίζουμε προς το Αγγελόκαστρο μέσα από πευκόφυτες πλαγιές.

Στον αγροτικό δρόμο Αγγελοκάστρου-Αραχναίου σίγουρα θα αντικρίσει κανείς εικόνες κοπαδιών να βόσκουν  στις πλαγιές κοντά στον δρόμο ή θα αντηχήσουν στα αυτιά του τα βελάσματα και τα κουδούνια των αφανών κοπαδιών στις γύρω ρεματιές.
Ακολουθεί το πιο ορεινό Αγγελόκαστρο, με φυσιογνωμίες πολύ όμοιες με του Χελιού, μέσα σε ένα ορεινό τοπίο που μοιάζει πάρα πολύ στου χωριού μας.
Φεύγοντας από Αγγελόκαστρο ...δυο δρόμους έχει η ζωή!
Και πώς θα γινόταν αλλιώς αφού μοιραζόμαστε τον βόρειο κορμό του Αραχναίου, την Τραπεζώνα; Γυμνά βουνά, γεμάτα πατουλιές, με κανένα δέντρο να υψώνεται πού και πού μοναχικό, μέχρι τα Φράκια και την Αγία Παρασκευή, που, λόγω των πολλών νερών, ήταν εύφορη κοιλάδα και όπου συναντάει κανείς λίγο περισσότερα δέντρα.
Ένα ενυπωσιακό πολύκορμο πουρνάρι σαν πελώριος φρουρός υποδέχεται τον επισκέπτη καθώς εισέρχεται στην περιοχή Φράκια.
Πανέμορφα μωβ αγριολούλουδα εποχής διανθίζουν το κόκκινο χώμα του τοπίου.
Ένα περήφανο μοναχικό δέντρο σπάει τη γύμνια του τοπίου.


Αρχίζουν να προβάλλουν στο βάθος αριστερά  οι νότιες πανύψηλες κορυφές του όρους Αραχναίου.

Η βλάστηση χαμηλή και θαμνώδης στην αρχή του καλοκαιριού.
Από αυτήν την οπτική γωνία φαίνεται αναπτυγμένο ολόκληρο το αιολικό πάρκο Αραχναίου.
Χιλιάδες μικρές ροζ ομπρελίτσες γέρνουν στις άκρες του δρόμου και μας υποδέχονται!
Με τα χωριά αυτά, μας ενώνουν πολλά, αφού κάποτε ανήκαμε και διοικητικά στον ίδιο Νομό Αργολιδοκορινθίας. 
Μας ενώνει η γνωστή ή ανεξερεύνητη ακόμα ιστορία, από την μυκηναϊκή εποχή και την εγκατάσταση αρβανιτών, μέχρι την πρόσφατη ιστορία με την Επανάσταση του 1821, την δράση των ληστών και τα πάθη των πολέμων του 20ού αιώνα. 
Μας ενώνουν πολλοί μικτοί γάμοι, κοπέλες Χελιώτισσες που παντρεύτηκαν εκεί κι έκαναν οικογένειες, ή κοπέλες από το Αγγελόκαστρο που πήραν Χελιώτες και μπορεί να κατοικούν αλλού, όπως στη Δήμαινα κ.λ.π. 
Μας ενώνουν οι ίδιες οικονομικές δραστηριότητες και αγωνίες. 
Μας ενώνουν κοινά τραγούδια και παραδόσεις, κοινός τρόπος ζωής και λαϊκός πολιτισμός, όπως οι ομορφοκεντημένες γκούνες που παραγγέλναμε στις Σοφικίτισσες κεντήστρες. 
Διασχίζοντας την Τραπεζώνα.

.



Αμυγδαλιές στα Φράκια.
Το προσκυνητάρι στην στροφή για την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.


Προς Αγία Παρασκευή.

Πλησιάζοντας στο Αραχναίο, ο Άγιος Παντελεήμων σε καλωσορίζει στο χωριό.


Αυτή η περιοχή αποτελεί μια ευρύτερη πατρίδα που την ορίζει η κοινή μας μοίρα, το όρος Αραχναίο!

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017




Η Αγια-Παρασκευή του Αραχναίου (α)

Σήμερα είναι της Αγίας Παρασκευής. Mία Παρασκευή θυμάμαι να είχαμε στο χωριό κι έναν Παρασκευά μόνο, κι όμως η γιορτή της ήταν και είναι από τις πιο ευλαβικά τιμώμενες θρησκευτικές εορτές του Αραχναίου, όπως και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Στη σκιά βέβαια της μεγάλης πανηγύρεως του Αγίου Παντελεήμονα, την επόμενη ακριβώς ημέρα, και, φυσικά, του πάνδημου εορτασμού της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο στο Μοναστήρι της Παναγίας που ήταν το μεγαλύτερο γεγονός του καλοκαιριού!

Η εκκλησία της Αγια-Παρασκευής βρίσκεται στα Φράκια, σε μια τοποθεσία κάπου τέσσερα χιλιόμετρα ανατολικά από το χωριό Αραχναίο. Ο δρόμος από το Αραχναίο προς το Αγγελόκαστρο διασχίζει εκεί μια λεκάνη με εύφορα χωράφια που αποτελούσαν άλλοτε καλλιεργήσιμους αγρούς, πολύτιμους για τα νοικοκυριά του χωριού. Σ΄ αυτήν τη χαρούμενη ισιάδα βρίσκονται πολλά πηγάδια με καθαρό νερό, γι’ αυτό εδώ σύχναζαν παλιά οι τσοπάνηδες για να ποτίσουν τα χιλιάδες γιδοπρόβατά τους. Αφήνοντας τον δρόμο, αν στρίψεις δεξιά μέσα από κάποια χωράφια, μετά από πολλά δέντρα, αμυγδαλιές και αχλαδιές κυρίως, συναντάς την εκκλησούλα της Αγια-Παρασκευής.



Πάνω στη νότια μάντρα της Αγίας Παρασκευής ο αδελφός μου Γιώργος Π. Μπιμπής και οι εξαδέλφες μου Βάσω και Ανδρονίκη Χρ. Μπιμπή (εκδρομή γύρω στο 1990).

Θυμάμαι με τις φίλες μου τα καλοκαίρια του δημοτικού, πηγαίναμε με τα πόδια τον χωμάτινο κακοτράχαλο δρόμο για τον εσπερινό και το πανηγυράκι της Αγια-Παρασκευής. Περπατούσαμε παράλληλα με πολλές άλλες παρέες προσκυνητών, ειδικά γυναικών, που κουβαλούσαν αποβραδίς τα χρειαζούμενα για το προσκύνημα (μπουκάλια με λάδι, καθαριστικά για τον ευπρεπισμό της εκκλησούλας). Στο δρόμο λέγαμε ιστορίες, παρατηρούσαμε τη φύση, πιάναμε χελώνες, γελούσαμε και παίζαμε εκτελώντας ταυτόχρονα ένα τόσο ευχάριστο θρησκευτικό καθήκον που, μέσα στην άγουρη συνείδησή μας, έπαιρνε τη διάσταση του ανεξίτηλου παιδικού βιώματος μιας εκδρομής. Ειδικά όταν βγαίναμε από τον ασφαλή δρόμο και παίρναμε δεξιά το χωμάτινο μονοπάτι μέσα από τα χωράφια, κόβαμε γινωμένα αχλάδια από τις αχλαδιές που βρίσκαμε στο δρόμο μας, χασομερούσαμε εξερευνώντας τα πηγάδια και ο περίπατος φάνταζε σαν εξωτική περιπέτεια.

Αργότερα, με την είσοδο των αυτοκινήτων στη ζωή μας, σταμάτησαν οι περιπατητές και πηγαίναμε εποχούμενοι πια, χάνοντας μεν όλη εκείνη την παρατεταμένη αίσθηση της εκδρομής, κερδίζοντας όμως χρόνο και δυνάμεις για τον εσπερινό ή την πρωινή λειτουργία στο εκκλησάκι. Έτσι, μπορούσαν να έρχονται και γεροντότεροι και πολύ μικρά παιδιά. Οι προσκυνητές όμως είναι πάντα πολυπληθείς γιατί η Αγία Παρασκευή, πέρα από γιάτρισσα των ματιών είναι πάντα η προστάτιδα και αγαπημένη Αγία των βοσκών όλης της περιοχής των Φρακιών.

 



Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Εδώ υπήρχε από πολύ παλιά ένα ερειπωμένο ξωκλήσι που είχε καταγραφεί στη μνήμη όλων των κατοίκων του χωριού ως αφιερωμένο στην Αγια-Παρασκευή. Κοντά σε κείνο το παμπάλαιο ερείπιο που σιγά-σιγά χάθηκε, χτίστηκε στη δεκαετία του ’60 η τωρινή εκκλησούλα από τους Χελιώτες με πρωτεργάτη τον Αναστάσιο Δημητρίου Μανώλη (ή Γαλάνη). 

Από τότε και μέχρι και τα τελευταία χρόνια, με την αγάπη και την επιμέλεια των κατοίκων του χωριού, υπήρξαν αισθητικά όμορφες παρεμβάσεις και προεκτάσεις που ομόρφυναν το αρχικό λιτό κτίσμα και το έκαναν πιο επιμελημένο και φιλόξενο. Ο ναός επεκτάθηκε με στεγασμένη είσοδο στην πρόσοψη και αποθηκούλα στο πλάι, έγινε κοκκινωπή κεραμοσκεπή, επικάλυψη της πρόσοψης με πελεκητή πέτρα της περιοχής, πλακόστρωση του προαυλίου και του διαδρόμου εισόδου και διαμόρφωση του αύλειου χώρου με δενδροφύτευση και παγκάκια. Επίσης η μάντρα από τσιμεντόλιθους ανακαινίστηκε με πετρόχτιστη διακόσμηση και όμορφη είσοδο. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη κατασκευή που στεγάζει ικανοποιητικά την ευλάβεια των Χελιωτών και τους κάνει περήφανους.



Ο παππού-Γαλάνης[1] είχε τότε τα γιδοπρόβατα που έβοσκαν σε κείνα τα μέρη και είδε όνειρο την Αγία Παρασκευή. Αποφάσισε να της χτίσει την εκκλησία και παρακίνησε και τον δεύτερο ξάδερφό του Γεώργιο Πίτσα ή Δρόσα να την χτίσουνε μαζί. Ανοιχτήκανε στο χωριό και μαζέψανε «χάρες» από άλλους συγχωριανούς, δηλαδή βοήθεια σε είδος. Καθένας τσοπάνης, ειδικά εκεί στα Φράκια, έδωσε κι από ένα κατσίκι. Πούλησαν τα ζωντανά που μάζεψαν, έβαλαν και δικά τους έξοδα κι έχτισαν την εκκλησία.

 


Ο Αναστάσιος Δημητρίου Μανώλης σέρνει πρώτος τον χορό ανδρών έξω από τη νεόκτιστη εκκλησία στα Φράκια κατά τον εορτασμό της Αγίας Παρασκευής, γύρω στο 1960. Οι ντόπιοι οργανοπαίκτες δίνουν τη μουσική με τα λαγούτα, τα κλαρίνα και τα βιολιά (Ντακαρούνης).  Καθισμένος αριστερά πιθανόν ο Ιωάννης Κοροντάνης, ο οποίος ήταν και ψάλτης, μπορεί να τραγουδάει. Σε τέτοιες περιπτώσεις τραγουδούν τα δημοτικά τραγούδια σύσσωμα όλοι οι χορευτές. Τρίτος στον χορό ο Γεώργιος Πίτσας. Κάποιος τούς κερνά κρασί. Σπάνια και πολύτιμη φωτογραφία από το αρχείο του Δημητρίου Χ. Παπαϊωάννου, που μαρτυρεί τα ήθη άλλων εποχών.


Ακολουθεί προφορική μαρτυρία του Ιωάννη Αναστασίου Μανώλη, του μικρότερου γιου του Αναστασίου και θείου μου, που διατηρεί φούρνο και παντοπωλείο στο Αραχναίο (2016):

«Γύρω στο 1942, Ιούλιος μήνας ήταν, τον έπιασε τον πατέρα μου ένας πόνος στο πόδι και δεν μπορούσε να κάτσει καθόλου στα γιδοπρόβατα. Και ήρθε στο χωριό και ξάπλωσε εδώ στο σπίτι. Αλλά στο σπίτι που κάθησε φοβόταν γιατί εκεί στα Φράκια που είχε τα ζώα ήταν όλο αμπέλια. Πολλοί από το χωριό είχαν βάλει αμπέλια ο Κωτσ-Καλοπέρης πατέρας του Αλέκο-Καλοπέρη, ο Κερκέζης, οι Τζαριμαίοι, ο Γιωρ-Πρίφτης, πολλοί.  Είχε την στρούγκα κάτω στην Πίουγια, και είχε αφήσει τα παιδιά να φυλάνε τα ζώα. Τότε η Αννιώ θα ήταν 12 και ο Μήτσος 10 χρονών. Ήσανε μικροί για να τα φυλάγανε μόνοι τους. Κι έλεγε «Παναγία μου, να μη μου πάνε στα αμπέλια». Παρακαλούσε να μην πηγαίνανε τα γίδια στα αμπέλια. Άμα πήγαιναν στα αμπέλια δεν του φτάνανε για αποζημιώσεις. Πέρασε ο καιρός, έγινε καλά. Πήγε πέρα και πράγματι δεν είχαν πάει τα γίδια. Σκαρίζανε τα γίδια το πρωί και αντί να πηγαίναν στα αμπέλια κολλάγανε απέναντι προς το βουνό εκεί που τα έχει τώρα ο γέρο-Μπίζης. Κι ένα βράδυ που κοιμόταν βλέπει μια γυναίκα μαυροφόρα και του λέει: «Εγώ σου τα κράταγα τα γίδια και δεν πήγανε στα αμπέλια.» Κατάλαβε ότι ήταν η Αγία Παρασκευή και είπε «να την φτάξουμε, να την φτιάξουμε». Πέρασαν όμως αρκετά χρόνια και δεν την είχανε φτιάξει ακόμα.»

Αικατερίνη σύζ. Ιωάννου Μανώλη: «Εγώ πήγαινα εκεί γιατί εκείνο το χωράφι ήταν του γιαγιάς μου, της Γιανν-Μπύρμπαινας.  Σαν προσκυνητάρι ήτανε. Κάτι πέτρες παλαιές ήταν εκεί, ερείπια από ένα εκκλησάκι μικρό αλλά ξεσκέπαστο. Είχε μια εικονίτσα όμως μέσα, τη θυμάμαι! Ένα χάλασμα ήταν, ενάμισυ μέτρο ψηλό και είχε μια παλαιά εικόνα της Αγια-Παρασκευής. Και όλο το χωριό την έλεγε Αγια-Παρασκευή, όπως αλλού λένε Άγιο Νικόλα κλπ. Μόνο αυτή η εικόνα ήταν κι ένα χτίσμα παλιό…»

Ιωάννης Αναστασίου Μανώλης: «Πάνω στο ίδιο σημείο ξαναχτίστηκε η εκκλησία. Το 1960 νομίζω.  Κι όταν σκάψαμε και κάναμε τα θεμέλια βρήκαμε και κόκκαλα από τάφους. Μπορεί να είχε οικισμό εκεί κοντά. Πρέπει να υπήρχε οικισμός γιατί απέναντι δεξιά, εκεί προς τη ρίζα του βουνού υπάρχουν ακόμα κάτι χοντρά κεραμίδια.
Εκεί, όπως έλεγαν, ο γέρο-Στέφας, ο πατέρας της γιαγια-Μήτραινας, είχε στάνη με γίδια και βοσκάγανε εκεί ίσια κάτου που ήταν άγριο το μέρος γιατί δεν είχανε ακόμα καταπατήσει τα χωράφια. Και γύριζε τα γίδια στα Φράκια και τα πότιζε, είχαν ένα παλιό πηγάδι. Κι ένα τραγί δεν πήγαινε να πιει νερό αλλά ήταν τυλωμένο (χορτασμένο).
-Βρε παιδιά, αυτό το τραγί γιατί δεν πίνει νερό;
Το έβλεπε όμως με τα γένια βρεγμένα.
-Θα το φυλάξω, είπε μια φορά. Φύλαξε το τραγί και πήγε, λέει , εκεί στην Αγια-Παρασκευή έτσι πιο πέρα, σε μια ρεματιά ήταν ένα δάσος, μια πατουλιά και το είδε που μπήκε μέσα και βγήκε με τα γένια βρεγμένα. Πάει εκεί ο γέρο-Στέφας να δει και είδε νερό. Και, μόλις το είδε, χάθηκε το νερό. Έτσι το λένε, έτσι το έχω ακούσει εγώ. Και σηκώθηκε και πήγε στον Δεσπότη και του λέει αυτό κι αυτό. Του λέει έπρεπε να κάνεις αίμα εκείνη την ώρα που το είδες, να έσφαζες κάτι εκεί και θα έμενε το νερό. Είναι αλήθεια; Είναι ψέματα; Εγώ έτσι το έχω ακούσει.
Μετά το όνειρο, ο παππούς ήθελε να φτιάξει εκκλησία. Αλλά δεν το ξεκίνησε μόνος του. Συζητάγανε με τον πατέρα του Παπαρούντα, του Θοδωρή, το γέρο-Τασιάκο (Πίτσα Αναστάσιο του Αθανασίου) και του λέει: ««Έχω τάξει να φτιάξω την εκκλησία και δεν έχω κάνει τίποτα ακόμα. Να το κινήσουμε, έχω αυτήν την επιθυμία».
«Έε, δεν το κινάμε;»
Αφού το συζητάγανε εκεί, να κι ο Δρόσας (Γεώργιος Πίτσας).
«Θα μπω κι εγώ μέσα να το προχωρήσουμε!»
Να κι ο γέρο-Ντούσκος, ο Τασ-Ντούσκος.
«Κι εγώ μαζί σας.»
Κι είπανε «μπρος να ξεκινήσουμε να φτιάξουμε την εκκλησία».
Εκεί στα Φράκια μαζευόσανε, ύστερα μπήκαν κι άλλοι μέσα που είχαν πράματα (=γιδοπρόβατα) στα Φράκια. Και βάλανε όλοι από μια γίδα ή ό,τι είχε ο καθένας. Ο θείος ο Μήτσος (το μεγαλύτερο αγόρι του Γαλάνη) είχε πάει και μέχρι τον Πηλιαρό και τους είπε «ανοίγουμε την εκκλησία» και βάλαν και οι Πηλιαριώτες. Τα μαζέψανε και τα πουλήσανε και πήγανε στον Δεσπότη και του το είπανε. Να την προχωρήσετε, τους είπε. Και την προχωρήσανε. Την ξεκίνησε ο πατέρας μου ο παππούς ο Γαλάνης που το είχε δει στο όνειρο, κι ύστερα αποφάσισε μαζί με τον Τασιάκο  Μετά μπήκε ο Δρόσας, μπήκε ο Τασ-Ντούσκος, όλοι.
Και ήτανε μια ανυδρία εκείνη τη χρονιά! Σώθηκε το νερό στα πηγάδια, μια σταγόνα είχαν. Δεν έριξε βέβαια βροχή αλλά ενώ φτιάχναν την εκκλησία εκείνη τη χρονιά, τα πηγάδια από κείνη την σταγόνα που είχαν δεν στερέψανε. Κουβαλήσανε όλα τα νερά και φτιάξανε την εκκλησία και με κείνες τις σταγόνες  ποτίζανε και τα πράματα, κι όμως, δεν στέρεψε κανένα πηγάδι. Ούτε το δικό μας στέρεψε.»

Συνεχίζεται…



ΥΓ. Ευχαρίστως αναμένω σχόλια, αναμνήσεις, προσθέσεις ή διορθώσεις!




[1] Ο Αναστάσιος Μανώλης ή Γαλάνης ήταν παππούς μου, πατέρας της μητέρας μου.